σιγιλ(λ)ογραφία

σιγιλ(λ)ογραφία
η, Ν
κλάδος τής αρχαιολογίας που έχει ως αντικείμενο την έρευνα και σπουδή τών σιγιλίων, σφραγιδογραφία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιγίλλιο + -γραφία*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”